- δημοτολόγιο
- registre
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δημοτολόγιο — το το γενικό μητρώο τών δημοτών και τών δύο φύλων, σε αντιδιαστολή προς το μητρώο αρρένων, στο οποίο περιλαμβάνονται μόνο οι άρρενες δημότες … Dictionary of Greek
δημοτολόγιο — το ο κατάλογος, το κατάστιχο όπου είναι γραμμένοι οι δημότες ενός δήμου ή μιας κοινότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταδημότευση — η [μεταδημοτεύω] η μετεγγραφή ενός δημότη από το δημοτολόγιο ενός δήμου ή μιας κοινότητας στο δημοτολόγιο άλλου δήμου ή κοινότητας … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
εγγεγραμμένος — η, ο 1. αυτός που έχει γραφτεί («εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων, στο δημοτολόγιο»). 2. φρ. «εγγεγραμμένο σχήμα σε άλλο» σχήμα τού οποίου όλες οι κορυφές κείνται στην περίμετρο ενός άλλου σχήματος … Dictionary of Greek
τεύχος — το / τεῡχος, ους, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μέρος συγγράμματος, συνήθως πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που μετά τη συμπλήρωση τού καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος τού 55ου τόμου τής εγκυκλοπαίδειας… … Dictionary of Greek